- παρηβώ
- -άω / παρηβῶ, -άω, ΝΑ [πάρηβος]περνώ την ακμή τής ηλικίας μου και αρχίζω να γερνώαρχ.1. βρίσκομαι στην ακμή τής ήβης2. μτφ. α) (για τον χρόνο) παρέρχομαι, περνώβ) (για το κρασί) χάνω την δύναμή μου, εξασθενώ, ξεθυμαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.